- επικάθημαι
- (AM ἐπικάθημαι) [κάθημαι]κάθομαι πάνω σε κάτι («γλαῦξ αὐτῇ ἐπικαθῆσθαι», Αριστοφ.)νεοελλ.μτφ. βαραίνω πάνω σε κάτι, πιέζω, καταπιέζωαρχ.1. κάθομαι βαρύς κάπου, συνθλίβω2. (για πόλη) είμαι χτισμένη, κείμαι3. (απολ.) επωάζω, κλωσσώ4. (για γραμματέα τραπεζίτη ή αργυραμοιβού) κάθομαι στο τραπέζι («ἐκέλευσεν ἀποδοῡναι Φιλίππῳ χιλίας δραχμὰς τὸν Φορμίωνα τὸν ἐπικαθήμενον ἐπὶ τῆς τραπέζης», Δημοσθ.)5. παραμένω στην επιφάνεια, πάνω σε κάτι6. πολιορκώ («τότε δὲ συνεχῶς ἐπικαθημένων», Θουκ.)7. φρ. οἱ ἐπικαθήμενοιοι εγκατεστημένοι, οι κάτοικοι.
Dictionary of Greek. 2013.